- σελίνῳ
- σελί̱νῳ , σέλινονceleryneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
συρμίον — Α [συρμός] (κατά τον Ησύχ.) «λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός» … Dictionary of Greek